- ἔποικτος
- ἔποικτ-ος, ον, =A piteous, φόνυς ib.1614.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έποικτος — ἔποικτος, ον (Α) [οίκτος] αξιολύπητος … Dictionary of Greek
ἔποικτον — ἔποικτος piteous masc/fem acc sg ἔποικτος piteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικτίζω — ἐποικτίζω (Α) [έποικτος] 1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον 2. μέσ. ἐποικτίζομαι θρηνώ, οδύρομαι … Dictionary of Greek